ομοκλινής

ομοκλινής
-ές (Α ὁμοκλινής, -ές)
νεοελλ.
φρ. α) «ομοκλινής δομή»
γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία
β) «ομοκλινής ράχη»
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή μέτωπο— στη μία πλευρά και από μία ομαλή κλιτύ από την άλλη, αλλ. κουέστα
αρχ.
ομόκλινος*, αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι-κλινής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουέστα — Όρος της γεωμορφολογίας που στα ισπανικά σημαίνει τη βραχώδη προεξοχή. Δηλώνει μια ιδιαίτερη μορφή αναγλύφου, που παρουσιάζει αντίθεση όψεων· από τη μία κλιτύ κατεβαίνει απαλά, ενώ από την άλλη παρουσιάζει ένα πολύ απότομο (σχεδόν κάθετο) πρανές …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομόκλινος — ὁμόκλινος, ον (Α) αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο κοντά στο τραπέζι με έναν άλλο, ομοκλινής*, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλινος (< κλίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”