- ομοκλινής
- -ές (Α ὁμοκλινής, -ές)νεοελλ.φρ. α) «ομοκλινής δομή»γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνίαβ) «ομοκλινής ράχη»(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή μέτωπο— στη μία πλευρά και από μία ομαλή κλιτύ από την άλλη, αλλ. κουέστααρχ.ομόκλινος*, αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι, ομοτράπεζος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι-κλινής].
Dictionary of Greek. 2013.